- βρεχτοκούκια
- ταξερά κουκιά, μαλακωμένα σε χλιαρό νερό, που τρώγονται ωμά.[ΕΤΥΜΟΛ. < βρεχτός + κουκιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασκανδάλιστος — και ασκαντάλιστος, η, ο (AM ἀσκανδάλιστος, ον) αυτός που δεν προσκρούει σε εμπόδια, ανενόχλητος μσν. νεοελλ. εκείνος που δεν σκανδαλίστηκε, που δεν μπήκε σε πειρασμό ή δεν έβαλε κακό στον νου του (γνωμ., «τρώε τρώε βρεχτοκούκια, ασκαντάλιστος ο… … Dictionary of Greek